- διατρέχοντα
- διατρέχωrun acrosspres part act neut nom/voc/acc plδιατρέχωrun acrosspres part act masc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διατρέχοντ' — διατρέχοντα , διατρέχω run across pres part act neut nom/voc/acc pl διατρέχοντα , διατρέχω run across pres part act masc acc sg διατρέχοντι , διατρέχω run across pres part act masc/neut dat sg διατρέχοντι , διατρέχω run across pres ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διατρέχω — (AM διατρέχω) 1. περνώ από κάπου, διασχίζω κάποιον χώρο («διέτρεξε την πεδιάδα», «διαδραμὼν δὲ τὸ τῶν Ἀθηναίων στρατόπεδον») 2. (για χρόνο) περνώ, διάγω («διατρέχει το εικοστό έτος τής ηλικίας του») 3. κινούμαι, μετακινούμαι βιαστικά εδώ κι εκεί… … Dictionary of Greek